October 15, 2018
0
Διαβάζω αυτές τις μέρες το αστυνομικό μυθιστόρημα «Τα μπλουζ του δολοφόνου» του Ray Celestin, αφού είχα τελειώσει το προηγούμενό του «Η τζαζ του δολοφόνου».
Ένας από τους ήρωες του βιβλίου είναι ο Λούις Άρμστρονγκ και ανάμεσα στα άλλα διαδραματιζόμενα στο Σικάγο την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, ο συγγραφέας περιγράφει σε κάποια σελίδα την ηχογράφηση από αυτόν και τους Hot Five του, του τραγουδιού West End Blues. Αντιγράφω:

"Μετά το μεσημεριανό γεύμα πήγαν στο πίσω μέρος του κτιρίου για να καπνίσουν μερικά τσιγαριλίκια κι ύστερα γύρισαν στο στούντιο και κάθισαν να ηχογραφήσουν ένα κομμάτι με τίτλο West End Blues. Ήταν κομμάτι του Τζο Όλιβερ, ηχογραφημένο από τον μέντορα του Λούις νωρίτερα τον ίδιο μήνα στη Νέα Υόρκη, μαζί με τους The Dixie Syncopators. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, ο Ερλ και ο Λούις δοκίμαζαν τη δική τους παραλλαγή. Οι στίχοι, που δεν θα τους ηχογραφούσαν εκείνη τη μέρα, διηγούνταν την ιστορία μιας γυναίκας, η οποία, οργισμένη με τον άνθρωπό της που την απατούσε κι έχοντας μεθύσει με τζιν, είχε αρπάξει ένα όπλο και κατευθυνόταν προς τη συνοικία με τα πορνεία της Νέας Ορλεάνης, το West End, για να βρει τον τύπο και την ερωμένη του και να τους σκοτώσει και τους δυο. Ο Λούις είχε αναρωτηθεί για τους στίχους, για το αν η γυναίκα είχε καταφέρει, τελικά, να βρει τον άνθρωπό της, για το αν πραγματικά τον είχε πυροβολήσει και για το αν το τραγούδι, εκτός από σπαραγμός μιας γυναίκας αδικημένης, ήταν ταυτόχρονα ένα μπλουζ για έναν πεθαμένο.
Πρόβαραν τη σύνθεση, μέχρι που την είχαν όλοι τους φρέσκια στο κεφάλι τους, κι ετοιμάστηκαν για ηχογράφηση, και τότε ο Λούις άνοιξε την κάτω βαλβίδα της τρομπέτας του καθάρισε την υγρασία που είχε μαζευτεί εκεί. Κοίταξε κάθε μουσικό με τη σειρά, κι εκείνοι έγνεψαν πως ήταν έτοιμοι, έτσι στράφηκε στον τεχνικό, που έθεσε τον κύλινδρο του κεριού σε λειτουργία, και όταν εκείνος του έκανε νεύμα, ο Λούις πλησίασε το μικρόφωνο, έφερε την τρομπέτα στα χείλη του και για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή.
Ξεκίνησε το κομμάτι φυσώντας ορμητικά μια φιοριτούρα, μια καντέντσα, μια γρήγορη χρωματική φανφάρα που στριφογύρισε και πλημμύρισε τον αέρα, κι ύστερα από δώδεκα δευτερόλεπτα ελεύθερου ρυθμού τον ακολούθησε η υπόλοιπη μπάντα, με ενενήντα χτύπους το λεπτό, σχετικά αργά για τα στάνταρ της, αλλά σε απόλυτη συνάφεια με την ασαφή μεταβαλλόμενη ενορχήστρωση του τραγουδιού, που το έκανε να ακούγεται σαν ραψωδία μάλλον παρά σαν μπλουζ, όπως ανέφερε ο τίτλος και οι στίχοι του. Η μελαγχολία του στάλαζε από την τρομπέτα και τα χωρίς λόγια φωνητικά του Λούις, το τρομπόνι του Φρεντ Ρόμπινσον, τον ρυθμό των κρουστών του Ζάτι και τις πιανιστικές τρίλιες, ευγενική προσφορά του Ερλ.
Μετά την καντέντσα και το πρώτο ρεφρέν ακολούθησαν ένα ντουέτο, ένα σόλο, το δεύτερο και το τρίτο ρεφρέν, ένας αυτοσχεδιασμός, το τελευταίο ρεφρέν και το φινάλε, που ολοκλήρωσε όλα αυτά. Τρία λεπτά αφότου είχαν ξεκινήσει, κοίταζαν ο ένας τον άλλο χαμογελώντας, «φτιαγμένοι», πλημμυρισμένοι από την υπέροχη ηρεμία του κομματιού, ξέροντας πως είχαν ηχογραφήσει κάτι αντάξιο του ταλέντου τους, κάτι που θα άντεχε στη δοκιμασία του χρόνου.»

Ας ακούσουμε να θυμηθούμε και το κομμάτι αυτό:

0 comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Visitors