November 17, 2022
0
    Η ιστορία των Pearls Before Swine μοιάζει με ένα παραμύθι που διακόπηκε απότομα, χωρίς να αφήσει την παραμικρή υποψία για το τέλος του. Και αυτό δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, αφού το ίδιο απρόβλεπτη ήταν και η ζωή του ιδρυτή τους, Tom Rapp (1947-2018), ο οποίος γεννήθηκε στο Bottineau της Βόρειας Καρολίνα το 1947.
    Ο Rapp, ονειροπόλος και με ενδιαφέρον για τον αναρχισμό, επέλεξε από νωρίς την εκφραστική δύναμη της folk για να διοχετεύσει τις καλλιτε­χνικές του ανησυχίες. Το 1955 πρώτευσε σε ένα μουσικό διαγωνισμό νέων στη Μινεσότα. Ο Bobby Zimmerman (Bob Dylan) ακολουθούσε σε χαμηλότερη θέση.
    Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική και ίδρυ­σε - το 1965 - ένα συγκρότημα με τους συμμαθητές του Wayne Harley, Roger Crissinger και Lane Lederer, στο οποίο έδωσε ως όνομα μια φράση από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Αν αυτή η επιλογή ήταν μια μικρή πρόκληση, μαζί με τα ξεχωριστά εξώφυλλα των δίσκων τους, η αληθινή έκπληξη βρισκόταν στον ψυχεδελικό -σουρεαλιστικό- folk και rock τρόπο που επέλεγε κάθε φορά για να ερμηνεύει την ασυμβίβαστη ποίησή του.
    Ο πρώτος δίσκος των Pearls Before Swine “One Nation Underground” (1967) τάραξε πραγματικά τα νερά, που κάθε άλ­λο παρά λιμνάζοντα ήταν εκείνη την εποχή, φέρ­νοντας στο φως μια βαθιά συναισθηματική και συ­χνά αφηγηματική folk εκδοχή, που απείχε πολύ από το πρότυπο του “διαμαρτυρόμενου” τροβα­δούρου.

    Ακολούθησε το έπος της αντιπαράθεσης στον πόλεμο του Βιετνάμ «Balaklava” (1968), που δεν γνώρισε ανάλογες υψηλές πωλήσεις, αλλά εδραίωσε τη φήμη τους σε όσους είχαν αυξημένες απαιτήσεις. 

    Μόλις στο πέμπτο άλμπουμ τους, με τίτλο “City Of Gold” (1971), το κοινό αντίκρισε τις πρώτες -και σχεδόν τελευταίες- φωτογραφίες τους, ενώ την ίδια χρονιά ο κύκλος έκλεισε με το προφητικό “Beautiful Lies You Could Live In”.

    Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν ο Rapp κυκλο­φόρησε τρεις προσωπικούς δίσκους και, θεωρώ­ντας ότι είχε κλείσει προς το παρόν ο κύκλος του, επέστρεψε στο σχολείο. Παράλληλα πουλούσε ποπ κορν έξω από ένα θέατρο στην πλατεία Harvard και εργαζόταν ως χειριστής μηχανής προβολής σε κινηματογράφο, αλλά τελικά ακο­λούθησε καριέρα δικηγόρου. Το 1998 έπαιξε ζω­ντανά με το συγκρότημα του γιου του, τους Shy Camp, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το προσωπικό άλμπουμ “A Journal Of The Plague Year”.

0 comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Visitors