Ανάμεσα στον Μάρτιο του 1974 και τον Σεπτέμβριο του 1975, οι Rush είχαν ηχογραφήσει τρία studio albums με το στυλ των τραγουδιών τους να μην είναι ακόμα κατασταλαγμένο, αν και στο δεύτερο, το Fly by Night του 1975, είχαν ξεκινήσει να βάζουν για πρώτη φορά αρκετά στοιχεία progressive rock (είναι και το album που κάνει την πρώτη του παρουσία ο Neil Part τόσο στα ντραμς, όσο και γράφοντας τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του).
Οι άλλοι δυο του
τρίο των Καναδών Rush ήταν ο Alex Lifeson και ο Geddy Lee, γνωστοί από παλιά, όταν μικρότεροι
έπαιζαν σε ένα γκρουπάκι του Toronto, τους Projection, που είχαν διαλυθεί λίγους μήνες πριν από τον
Αύγουστο του 1968, όταν οι δυο φίλοι έφτιαξαν τους Rush με ντράμερ – αρχικά –
τον John Rutsey.
To Fly By Night κυκλοφόρησε τον
Φεβρουάριο του 1975 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου βγήκε το Caress Of Steel, στο οποίο ήταν φανερή η προσπάθειά τους να
περάσουν σε ένα άλλο στυλ. Σ’αυτό τα στοιχεία του progressive ήταν σαφώς περισσότερα. Όμως δεν είχε μια συγκεκριμένη ταυτότητα και
γι’αυτό οι περισσότεροι κριτικοί το έθαψαν.
Το group είχε βρεθεί σε μια δύσκολη καμπή. Είχαν ξεμείνει από χρήματα. Δεν είχαν να πληρώσουν ούτε το τεχνικό team τους. Το ακροατήριο στις εμφανίσεις τους λιγόστευε. Είδαν τον προϋπολογισμό της εταιρείας τους, της Mercury, με τις εκτιμήσεις και προβλέψεις για το 1976 και δεν τους είχαν περιλάβει. Η εταιρεία ήθελε πιο «ραδιοφωνικά» τραγούδια, ενώ το όνειρο των Rush ήταν να ηχογραφούν progressive rock (επηρεασμένοι μάλλον - ο Alex Lifeson και ο Geddy Lee - από την ανάμνηση της νύχτας που την είχαν βγάλει στην ουρά – έφηβοι ακόμα – για να βρουν εισιτήριο στις πρώτες σειρές για να παρακολουθήσουν τη συναυλία των Yes στο Massey Hall στο Toronto).
Είχε φτάσει η ώρα
της κρίσιμης ζαριάς. Όπως θυμούνται σήμερα, είχαν αποφασίσει ότι είτε θα έκαναν
το μπαμ, είτε ο επόμενος θα ήταν ο τελευταίος τους δίσκος. Και κάπως έτσι
έφτασαν στο 2112. Ακούγοντας σήμερα αυτόν τον καταιγισμό οργάνων στο album, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι το
μεγαλύτερο μέρος του πρωτογράφτηκε με δυο ακουστικές κιθάρες, συνήθως σε
δωμάτια ξενοδοχείων, ανάμεσα σε δυο live τους, αλλά και στη γωνιά ενός βαγονιού
τρένου που τους πήγαινε από πόλη σε πόλη για μια ακόμα εμφάνισή τους.
Όπως έλεγε ο Geddy Lee σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, «το
περίεργο με το 2112 ήταν ότι το ένα τραγούδι τούς έβγαινε σαν συνέχεια του
προηγούμενου». Είχαν με τον Lifeson κατασταλαγμένες ιδέες για το είδος της
μουσικής που ήθελαν να γράψουν κι έτσι ήταν προετοιμασμένοι, και απλά οι στίχοι
του Neil Part ήλθαν και κούμπωσαν
τέλεια με αυτό που είχαν στο μυαλό τους.
Η ηχογράφηση
έγινε στα Toronto Sound Studios και κράτησε τέσσερις εβδομάδες, ο περισσότερος χρόνος που είχαν διαθέσει
μέχρι τότε για ηχογράφηση. Όλα κύλησαν ομαλά και μάλλον εύκολα, τόσο, που δουλεύοντας
τη «σουίτα» της πρώτης πλευράς, εύρισκαν χρόνο να γράψουν και κάποια τραγούδια
για την β’πλευρά – δυο από αυτά, τα A Passage To Bangkok και Something For Nothing τα έπαιζαν σχεδόν σε κάθε live τα επόμενα χρόνια.
Το album κυκλοφόρησε την 1η Απριλίου του 1976 από την Anthem Records. Ήταν το
δεύτερό τους (μετά το Fly By Night) που μπήκε στο Top 10 του καναδικού chart, ενώ έφτασε και μέχρι το Νο 61 του Top LPs & Tape του Billboard. Οι πωλήσεις του δεν ήταν στην αρχή τόσο
καλές, αλλά αυξάνονταν όσο περνούσε ο καιρός. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1977 έγινε
χρυσό έχοντας πουλήσει 500.000 δίσκους, ενώ το 1995 έγινε τριπλά πλατινένιο
έχοντας πωλήσεις πάνω από τρία εκατομμύρια. Είναι το δεύτερο album των Rush σε πωλήσεις, μετά το Moving Pictures του 1981.
Για να
υποστηρίξουν το album, οι Rush έκαναν περιοδείες τόσο
σε Καναδά και Αμερική όσο και – για πρώτη φορά – στην Ευρώπη. Η εταιρεία τους
έμεινε ικανοποιημένη από την απήχηση του δίσκου και γι’αυτό προχώρησε την ίδια
χρονιά, στις 29 Σεπτεμβρίου στην κυκλοφορία ενός διπλού live album με τίτλο All the World's a Stage.
0 comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.